τριηροποιός

τριηροποιός
τρῐηρο-ποιός, όν,
A building triremes, ib.12.93.4, 97.20, al., Arist.Ath.46.1; but τῶν τριηροποι<ικ>ῶν ταμίας is prob. cj. in D.22.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριηροποιός — όν, Α αυτός που ναυπηγεί τριήρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • τριηροποιοί — τριηροποιός building triremes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηροποιούς — τριηροποιός building triremes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηροποιῶν — τριηροποιός building triremes masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • τριηροποιϊκός — ή, όν, Α [τριηροποιός] 1. αυτός που αναφέρεται σε ναυπήγηση τριηρών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριηροποιϊκά τα χρήματα που προορίζονταν για ναυπήγηση τριήρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”